Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
comely
01
όμορφος, ευχάριστος στην εμφάνιση
(especially of a woman) having a pleasant and attractive appearance
Παραδείγματα
She possessed a comely appearance that drew admirers wherever she went.
Διέθετε μια γοητευτική εμφάνιση που έλκυνε θαυμαστές όπου κι αν πήγαινε.
The village was populated with comely houses, each with its own unique charm.
Το χωριό ήταν γεμάτο με όμορφα σπίτια, καθένα με τη δική του μοναδική γοητεία.
02
κατάλληλος, πρέπων
proper, polite, or appropriate in behavior or appearance according to social standards
Παραδείγματα
It was considered comely for guests to bring a small gift.
Θεωρούνταν πρέπον οι επισκέπτες να φέρνουν ένα μικρό δώρο.
She gave a comely reply that satisfied everyone.
Έδωσε μια κατάλληλη απάντηση που ικανοποίησε όλους.
Λεξικό Δέντρο
comeliness
uncomely
comely
comel



























