Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Cohabitation
01
συμβίωση, σύμφωνο συμβίωσης
the act of living together and having a sexual relationship (especially without being married)
Λεξικό Δέντρο
cohabitation
habitation
habit
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
συμβίωση, σύμφωνο συμβίωσης
Λεξικό Δέντρο