Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
cognizant
01
ενήμερος, πληροφορημένος
having knowledge or awareness about something
Παραδείγματα
She was cognizant of the importance of punctuality in her profession.
Ήταν ενήμερη της σημασίας της ακρίβειας στο επάγγελμά της.
He remained cognizant of the risks involved in the adventure.
Παραμένει ενήμερος για τους κινδύνους που εμπεριέχονται στην περιπέτεια.
Λεξικό Δέντρο
incognizant
cognizant
cognize



























