Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Looky-loo
01
περίεργος, κατάσκοπος
someone who browses, observes, or inspects without intending to buy
Παραδείγματα
The shop owner got tired of the constant looky-loos.
Ο ιδιοκτήτης του καταστήματος κούρασε τους συνεχείς περιεργάρηδες.
Do n't be a looky-loo; if you like it, just grab it!
Μην είσαι περίεργος ; αν σου αρέσει, απλά πάρ' το!



























