Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Opp
01
εχθρός, αντίπαλος
an enemy or rival, especially someone from an opposing gang
Παραδείγματα
Watch your back around here; he's an opp.
Πρόσεχε την πλάτη σου εδώ γύρω· είναι ένας opp.
The two crews got into a fight because one of them tried to mess with an opp.
Οι δύο ομάδες μπήκαν σε καβγά επειδή μία από αυτές προσπάθησε να τα βάλει με έναν opp.



























