Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
opportunist
01
ευκαιριακός
taking immediate advantage, often unethically, of any circumstance of possible benefit
Opportunist
01
ευκαιριακός
a person who places expediency above principle
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ευκαιριακός
ευκαιριακός