Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
memeable
01
μεμιζίσιμος, κατάλληλος για μιμίδια
easily turned into a meme or suitable for humorous online sharing
Παραδείγματα
Her expression was so memeable.
Η έκφρασή της ήταν τόσο memeable.
That scene from the show is insanely memeable.
Αυτή η σκηνή από την εκπομπή είναι τρελά μίμιμοποιήσιμη.



























