Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
pog
01
Πογκ!, Πογκ!
used to express excitement, amazement, or approval
Παραδείγματα
You clutched that round? Pog!
Άρπαξες αυτόν τον γύρο; Pog!
That play was insane, pog!
Εκείνο το έργο ήταν τρελό, pog!
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Πογκ!, Πογκ!