Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Mean girl
01
κακιά κοπέλα, κοπέλα-νταή
a girl who tries to boost her social status by bullying or being cliquey, often in high school
Παραδείγματα
She's a mean girl, always putting others down.
Είναι ένα κακό κορίτσι, πάντα υποβαθμίζει τους άλλους.
Every high school has at least one mean girl.
Κάθε λύκειο έχει τουλάχιστον ένα κακό κορίτσι.



























