Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
spooked
01
τρομαγμένος, αναστατωμένος
startled, scared, or unnerved, often suddenly or unexpectedly
Παραδείγματα
I was spooked when my manager suddenly asked me to present first.
Τρομοκρατήθηκα όταν ο διευθυντής μου μου ζήτησε ξαφνικά να παρουσιάσω πρώτος.
The team got spooked after hearing about the unexpected audit.
Η ομάδα τρομοκρατήθηκε αφού άκουσε για τον απρόσμενο έλεγχο.



























