Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
-maxx
01
μεγιστοποιώ, βελτιστοποιώ
used to indicate enhancing or improving something to its maximum potential, often for attractiveness or appeal
Παραδείγματα
She's trying to looksmaxx before the party.
Προσπαθεί να μαξάρει την εμφάνισή της πριν από το πάρτι.
He plans to surgerymaxx next year.
Σχεδιάζει να μαξάρει τη χειρουργική το επόμενο έτος.



























