Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
cheugy
01
ξεπερασμένα, αντισυμβατικά
out of style, outdated, or trying too hard to be trendy
Παραδείγματα
That outfit is so cheugy; it was trendy five years ago.
Αυτό το ντύσιμο είναι τόσο cheugy· ήταν μοντέρνο πριν από πέντε χρόνια.
Her cheugy coffee mug collection is full of clichés.
Η συλλογή της από cheugy ποτήρια καφέ είναι γεμάτη κλισέ.



























