Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Glow-up
01
αξιοσημείωτη μεταμόρφωση, εντυπωσιακός μετασχηματισμός
a noticeable transformation in a person's appearance, style, or confidence for the better
Παραδείγματα
Did you see her after high school? Total glow-up.
Την είδες μετά το λύκειο; Ολοκληρωτικό glow-up.
He had a serious glow-up over the summer; looking sharp!
Είχε ένα σοβαρό glow-up κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού· φαίνεται κοφτερός!



























