Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to mug off
01
δημοσίως ταπεινώνω, υποτιμώ
to insult, belittle, or make a fool of someone, especially in public
Παραδείγματα
He mugged me off in front of everyone at the party.
Με mug off μπροστά σε όλους στο πάρτι.
Do n't let them mug you off like that.
Μην τους αφήνεις να σε παρουσιάζουν ρόλο έτσι.



























