Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Muffler
01
σιγαστήρας, σαλιάρι
a device that reduces noise from the exhaust system
Παραδείγματα
The muffler had a hole and was making a loud noise.
Ο σιγαστήρας είχε μια τρύπα και έκανε δυνατό θόρυβο.
She replaced the muffler to quiet the exhaust.
Αντικατέστησε τον σιγαστήρα για να ησυχάσει την εξάτμιση.
02
κασκόλ, φουλάρι
a scarf worn around the neck
03
σιγαστήρας, αποσβεστήρας
a device that decreases the amplitude of electronic, mechanical, acoustical, or aerodynamic oscillations



























