Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Shorty
01
μικρούλα, κορίτσι
an attractive girl, often used playfully or flirtatiously
Παραδείγματα
Hey, shorty! Let's go grab a drink.
Έι, μικρή ! Πάμε να πιούμε κάτι.
That shorty over there just smiled at me.
Εκείνο το κορίτσι εκεί μόλις μου χαμογέλασε.



























