Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Shortstop
01
σορτστόπ, παίκτης στη θέση του σορτστόπ
(baseball) the person who plays the shortstop position
02
σορτστόπ, παίκτης μεταξύ δεύτερης και τρίτης βάσης
a baseball position located between second and third base, responsible for fielding ground balls
Παραδείγματα
Playing shortstop requires quick reflexes and strong defensive skills.
Το να παίζεις ως shortstop απαιτεί γρήγορες αντανακλάσεις και δυνατές αμυντικές ικανότητες.
The shortstop is crucial for turning double plays.
Ο shortstop είναι κρίσιμος για την εκτέλεση διπλών παιχνιδιών.



























