Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Polycule
01
πολυκύλινδρο, πολυαμορική δικτύωση
a network or group of people connected through a polyamorous relationship
Παραδείγματα
Their polycule planned a weekend trip together.
Το polycule τους σχεδίασε ένα ταξίδι για το σαββατοκύριακο μαζί.
She introduced me to her polycule at the dinner party.
Με γνώρισε στο polycule της στο δείπνο.



























