Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
kicked to the curb
01
απότομα απορριμμένος, αδίστακτα πεταγμένος
(of a person) dumped, rejected, or discarded abruptly or harshly
Παραδείγματα
He felt kicked to the curb after cheating.
Αισθάνθηκε απορριφθείς μετά την απάτη.
She was left kicked to the curb and heartbroken.
Έμεινε στο δρόμο και με ραγισμένη καρδιά.



























