Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Enby
01
ένα μη δυαδικό άτομο, ένμπι
a nonbinary person, someone whose gender is not exclusively male or female
Παραδείγματα
That enby uses they / them pronouns.
Αυτό το μη δυαδικό άτομο χρησιμοποιεί τις αντωνυμίες αυτοί/αυτές.
Everyone respected the enby's identity at the event.
Όλοι σεβάστηκαν την ταυτότητα του μη δυαδικού ατόμου στην εκδήλωση.



























