Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Gaysian
01
ομοφυλόφιλο άτομο ασιατικής καταγωγής, γκέιζιαν
a gay person of Asian descent
Παραδείγματα
He proudly identifies as a gaysian in the queer community.
Προσδιορίζεται με περηφάνια ως gaysian στην κοινότητα queer.
The event highlighted the voices of gaysians in media.
Η εκδήλωση τόνωσε τις φωνές των gaysian στα μέσα ενημέρωσης.



























