Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Co-owner
01
συνιδιοκτήτης, συγκυριόχος
a person who jointly owns something with one or more others
Παραδείγματα
They became co-owners of the business after investing together.
Έγιναν συνιδιοκτήτες της επιχείρησης μετά από κοινή επένδυση.
Each co-owner has equal rights to make decisions about the property.
Κάθε συνιδιοκτήτης έχει ίσα δικαιώματα να λαμβάνει αποφάσεις σχετικά με την ιδιοκτησία.



























