Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
game-changing
01
επαναστατικός, που αλλάζει το παιχνίδι
having a big effect that changes the usual way something works or is done
Παραδείγματα
The new drug is a game-changing treatment for the disease.
Το νέο φάρμακο είναι μια πρωτοποριακή θεραπεία για την ασθένεια.
The phone's design was game-changing in the tech world.
Ο σχεδιασμός του τηλεφώνου ήταν πρωτοποριακός στον κόσμο της τεχνολογίας.



























