Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
manual labour
/mˈænjuːəl lˈeɪbɚ/
/mˈanjuːəl lˈeɪbə/
Manual labour
01
χειρωνακτική εργασία, χειρονακτική εργασία
physical work done by hand or with basic tools, often involving strength or skill rather than machines or automation
Dialect
British
Παραδείγματα
The job involved long hours of manual labour.
Η δουλειά περιλάμβανε πολλές ώρες χειρωνακτικής εργασίας.
He found work doing work labour on a farm in Wales.
Βρήκε δουλειά κάνοντας χειρωνακτική εργασία σε ένα αγρόκτημα στην Ουαλία.



























