Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Glory days
01
μέρες δόξας, χρυσή εποχή
a time in the past when someone or something was at its best, most successful, or most admired
Παραδείγματα
He often talks about his glory days in college.
Συχνά μιλά για τις μέρες δόξας του στο κολέγιο.
The team has not won a title since its glory days.
Η ομάδα δεν έχει κερδίσει τίτλο από τις μέρες δόξας της.



























