Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Care worker
01
εργάτης φροντίδας, φροντιστής
a person whose job is to look after people who are sick, elderly, or need help with daily activities
Παραδείγματα
The care worker visited the elderly man every morning.
Ο κοινωνικός λειτουργός επισκεπτόταν τον ηλικιωμένο άνδρα κάθε πρωί.
She became a care worker after finishing her training.
Έγινε κοινωνική λειτουργός μετά την ολοκλήρωση της εκπαίδευσής της.



























