LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Clutches
/klˈʌtʃɪz/
/ˈkɫətʃəz/, /ˈkɫətʃɪz/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "clutches"
Clutches
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
the act of grasping
word family
clutches
clutches
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
clutch size
clutch pedal
clutch bag
clutch
clustering
clutter
clutter up
cluttered
clv
clx
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App