Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
afterward
01
μετά, ύστερα
in the time following a specific action, moment, or event
Παραδείγματα
She completed her work, and afterward, she went for a walk.
Τελείωσε τη δουλειά της, και μετά, πήγε για έναν περίπατο.
He finished his meeting, and afterward, he took a break to grab some coffee.
Τελείωσε τη συνάντησή του, και μετά, πήρε ένα διάλειμμα για να πάρει λίγο καφέ.



























