Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to cluck
01
κακαρίζω, κοκορίζω
(of a hen) to make a glottal sound characteristic of a hen
Παραδείγματα
gıdaklama
κακάρισμα
Cluck
01
κακάρισμα, κοκόρισμα
the glottal sound that a hen makes
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
κακαρίζω, κοκορίζω
κακάρισμα, κοκόρισμα