Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Afters
01
επιδόρπιο, γλυκό
a British term for dessert or a sweet course served after the main meal
Dialect
British
Παραδείγματα
We decided to have ice cream for afters after finishing our dinner.
Αποφασίσαμε να φάμε παγωτό ως επιδόρπιο αφού τελειώσαμε το δείπνο μας.
The restaurant offers a variety of delicious afers, from fruit tarts to chocolate mousse.
Το εστιατόριο προσφέρει μια ποικιλία από νόστιμα επιδόρπια, από τάρτες φρούτων έως μους σοκολάτας.



























