Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Clerking
01
γραμματειακή εργασία, τηρηση βιβλίων
the activity of recording business transactions
Λεξικό Δέντρο
clerking
clerk
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
γραμματειακή εργασία, τηρηση βιβλίων
Λεξικό Δέντρο