Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Cleaning lady
01
καθαρίστρια, υπάλληλος καθαριότητας
a woman employed to clean and maintain the cleanliness of buildings or premises
Παραδείγματα
The cleaning lady arrives every Friday to tidy the house.
Η καθαρίστρια έρχεται κάθε Παρασκευή για να τακτοποιήσει το σπίτι.
We hired a cleaning lady to help after the renovation.
Προσλάβαμε μια καθαρίστρια για να βοηθήσει μετά την ανακαίνιση.



























