Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Claustrophobia
01
κλαυστροφοβία
an intense fear of being in small, enclosed environments
Παραδείγματα
Her claustrophobia made it hard for her to use elevators.
Η κλαυστροφοβία της της έκανε δύσκολη τη χρήση των ασανσέρ.
He avoided crowded rooms because of his claustrophobia.
Απέφευγε τα γεμάτα δωμάτια λόγω της κλαυστροφοβίας του.



























