Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Clavicle
01
κλείδα, κλειδοκράνιο
the long, curved bone that connects the shoulder blade to the sternum
Παραδείγματα
She broke her clavicle while skiing.
Έσπασε το κλείδα της ενώ έκανε σκι.
The X-ray showed a hairline fracture in the clavicle.
Η ακτινογραφία έδειξε μια λεπτή ρωγμή στην κλείδα.



























