Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
clad
01
ντυμένος, ενδεδυμένος
wearing clothes, especially in a particular manner or material
Παραδείγματα
The knights were clad in shining armor for the tournament.
Οι ιππότες ήταν ντυμένοι σε λαμπερές πανοπλίες για το τουρνουά.
She was clad in a warm sweater and jeans for the chilly weather.
Ήταν ντυμένη με ένα ζεστό πουλόβερ και τζιν για το κρύο καιρό.
02
επικαλυμμένος, επιμεταλλωμένος
having an outer covering especially of thin metal
Λεξικό Δέντρο
unclad
clad



























