Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Chutzpah
01
θράσος, τολμηρότητα
a brazen or audacious attitude characterized by a lack of shame or modesty
Παραδείγματα
Despite having no experience in the field, he had the chutzpah to apply for the CEO position of the company.
Παρά την έλλειψη εμπειρίας στον τομέα, είχε το θράσος να υποβάλει αίτηση για τη θέση του CEO της εταιρείας.
She had the chutzpah to ask her boss for a raise after only a month on the job.
Είχε το θράσος να ζητήσει αύξηση από τον αφεντικό της μετά από μόλις ένα μήνα εργασίας.



























