Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
chockablock
01
γεμάτος, στενάχωρος
completely full or crowded to the point of congestion or blockage
Dialect
British
Παραδείγματα
The parking lot was chockablock with cars by noon.
Το πάρκινγκ ήταν γεμάτο με αυτοκίνητα μέχρι το μεσημέρι.
Her schedule is always chockablock with meetings.
Το πρόγραμμά της είναι πάντα γεμάτο με συναντήσεις.



























