Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
chivalrous
01
ιπποτικός, γενναιόδωρος
behaving politely with charm and respect; typically used for men
Παραδείγματα
He opened the door for her in a chivalrous manner.
Άνοιξε την πόρτα για αυτήν με έναν ιπποτικό τρόπο.
She admired his chivalrous behavior during their date.
Εκτιμούσε τη ιπποτική του συμπεριφορά κατά τη διάρκεια του ραντεβού τους.
Λεξικό Δέντρο
chivalrously
unchivalrous
chivalrous
chivalry



























