Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
chiseled
01
λαξευμένος, χαραγμένος
(typically of a man) having well-defined and sharply contoured facial features, often giving the impression of strength and attractiveness
Παραδείγματα
His chiseled jawline and piercing eyes made him stand out in a crowd.
Η σκαλισμένη γραμμή του σαγονιού του και τα διεισδυτικά μάτια του τον έκαναν να ξεχωρίζει στο πλήθος.
Despite his age, he maintained a chiseled appearance that turned heads wherever he went.
Παρά την ηλικία του, διατήρησε μια σκαλιστή εμφάνιση που τραβούσε τα βλέμματα όπου κι αν πήγαινε.



























