LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Charmed
/tʃˈɑːmd/
/ˈtʃɑɹmd/
Adjective (2)
Ορισμός και Σημασία του "charmed"
charmed
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
γοητευμένος
enchanted, delighted, or captivated by something or someone
beguiled
captivated
delighted
enthralled
entranced
02
γοητευμένος
strongly attracted
captivated
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App