Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
charmed
01
γοητευμένος, μαγεμένος
enchanted, delighted, or captivated by something or someone
Παραδείγματα
He felt utterly charmed by the peaceful garden.
Ένιωσε εντελώς γοητευμένος από τον ήρεμο κήπο.
The quaint little town left everyone feeling charmed.
Η γραφική μικρή πόλη άφησε όλους να νιώθουν γοητευμένοι.
02
γοητευμένος, μαγεμένος
strongly attracted
Λεξικό Δέντρο
charmed
charm



























