Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Cattleman
01
βοσκός, επιστάτης βοοειδών
a hired hand who tends cattle and performs other duties on horseback
02
κτηνοτρόφος, βοσκός
a man who raises (or tends) cattle
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
βοσκός, επιστάτης βοοειδών
κτηνοτρόφος, βοσκός