Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
catty
01
κακόβουλος, μοχθηρός
showing spite, malice, or subtly mean behavior, often in social interactions
Παραδείγματα
She made a catty remark about her coworker's outfit.
Έκανε μια κακεντρεχή παρατήρηση για τη στολή της συναδέλφου της.
Do n't be so catty; there's no need for that comment.
Μην είσαι τόσο κακιά; δεν υπάρχει ανάγκη για αυτό το σχόλιο.
Λεξικό Δέντρο
cattiness
catty
cat



























