LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Carpal tunnel
/kˈɑːpəl tˈʌnəl/
/kˈɑːɹpəl tˈʌnəl/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "carpal tunnel"
Carpal tunnel
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a passageway in the wrist through which nerves and the flexor muscles of the hands pass
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
carpal bone
carpal
carpaccio
carp
carousing
carpal tunnel syndrome
carpathian mountains
carpathians
carpel
carpellary
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App