LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Carousing
/kˈæɹaʊsɪŋ/
/kɝˈaʊzɪŋ/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "carousing"
carousing
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
used of riotously drunken merrymaking
word family
carouse
carouse
Verb
carousing
Adjective
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
carouser
carousel
carouse
carousal
carotin
carp
carpaccio
carpal
carpal bone
carpal tunnel
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App