Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Carpal
01
καρπός, οστό του καρπού
any of the eight small bones of the wrist of primates
carpal
01
καρπικός, σχετικός με τον καρπό
relating to the carpus, which is the group of eight bones forming the wrist
Παραδείγματα
The carpal bones allow for flexibility and movement in the wrist joint.
Τα οστά του καρπού επιτρέπουν την ευελιξία και την κίνηση στην άρθρωση του καρπού.
Carpal fractures may occur due to trauma or repetitive stress on the wrist.
Οι καρπικές καταγμάτων μπορεί να προκύψουν λόγω τραυματισμού ή επαναλαμβανόμενης πίεσης στον καρπό.



























