LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Carpellary
/kˈɑːpɪləɹi/
/kˈɑːɹpɪlɚɹi/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "carpellary"
carpellary
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
belonging to or forming or containing carpels
word family
carpellary
carpellary
Adjective
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
carpel
carpathians
carpathian mountains
carpal tunnel syndrome
carpal tunnel
carpellate
carpentaria
carpenter
carpenter ant
carpenter bee
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App