Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Caramel brown
01
καραμέλα καφέ, καφέ καραμέλα
a medium to dark tan color
caramel brown
01
καραμελόχρωμο καφέ, καφέ καραμέλα
of a warm and rich brown color, reminiscent of the sweet and golden tones found in caramelized sugar
Παραδείγματα
Her hair had a touch of caramel brown shade, especially in the sunlight.
Τα μαλλιά της είχαν μια απόχρωση καραμέλας καφέ, ειδικά στο φως του ήλιου.
Leather boots had a fashionable caramel brown color.
Οι δερμάτινες μπότες είχαν μια μοντέρνα καραμελόχρωμη απόχρωση.



























