Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Captivity
01
αιχμαλωσία, φυλάκιση
the state of being confined, imprisoned, or held against one's will
02
αιχμαλωσία, δουλεία
the state of being a slave
Λεξικό Δέντρο
captivity
captive
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
αιχμαλωσία, φυλάκιση
αιχμαλωσία, δουλεία
Λεξικό Δέντρο