Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Canoe
Παραδείγματα
They paddled their canoe along the tranquil river, enjoying the peaceful surroundings.
Κωπηλάτησαν την κανό τους κατά μήκος του ήρεμου ποταμού, απολαμβάνοντας την ειρηνική περιβάλλουσα ατμόσφαιρα.
The canoe glided silently through the marshlands, allowing them to observe wildlife up close.
Το κανό γλίστρησε σιωπηλά μέσα από τις έλες, επιτρέποντάς τους να παρατηρήσουν από κοντά την άγρια ζωή.
to canoe
01
κάνω κανό, κωπηλατώ
to travel or move in a small, narrow boat typically using paddles for moving
Intransitive: to canoe | to canoe somewhere
Παραδείγματα
In their adventurous spirit, the group decided to canoe down the meandering river.
Στο περιπετειώδες τους πνεύμα, η ομάδα αποφάσισε να κανοϊάσει κάτω από τον ποταμό που στρίβει.
For their honeymoon, the couple chose to canoe across the serene lake.
Για το μήνα του μέλιτός τους, το ζευγάρι επέλεξε να κάνει κανό στη γαλήνια λίμνη.
Λεξικό Δέντρο
canoeist
canoe



























